βάλε σημάδια για να βρεις
τον δρόμο της επιστροφής
σκηνοθέτησα τους ήλιους και τα απογεύματά μου όλο χαρές.
είχες καιρό να με επισκεφτείς γιατί θυμόσουν
μου έφερνες δάκρυα στα μάτια. από τότε που...
το ήξερα κι εγώ
γι αυτό είχα σταματήσει να σε σκέφτομαι στα σκοτάδια.
φοβόμουν μη δεν αντέξω.
μην θελήσω να έρθω πλάι σου να κάτσω
και γεμίσουμε πάλι όλοι κλάμματα και σφιξίματα στο στέρνο
και μαύρα σύννεφα στον κατακαλόκαιρο
και την αίσθηση της αδικίας.
ήσουν ένας κι εσύ. στην αρχή...
μοιάζαμε πολύ αλλά θα προτιμούσαμε όχι.
εσύ γιατί έφυγες κι εγώ γιατί έμεινα. εγώ πιο πολύ
γιατί δεν σε κράτησα αρκετά σφικτά και γλίστρησες
και πνίγηκες στους πόνους σου
καθώς όλοι παραδίπλα θαρρούσαμε πως ήτανε
τυχαίο περιστατικό.
έχω κι άλλα για σένα. έχω πολλά
μα σου είπα.
στον ήλιο βγαίνω για να σε σκεφτώ.
μόνο εκείνος μας κάνει κάπως συμπαθητικούς,
κάπως να σκάει το χειλάκι μας, να’χει ελπίδα...
όταν με βρίσκεις κι είναι νύχτα, φορτώνομαι τις ενοχές.
τις σκηνές εκείνες με τα αίματα
και τα μάτια που κοιτούσαν αλλά δεν βλέπανε,
είχανε, μα δεν λαχταρούσαν.
έφτιαξαν ένα σταθμό όπως - όπως μέσα στην τρέλα τους
και τερμάτισαν εκεί.
πού να είναι τώρα;
περιμένω το πάρτυ.
το πάρτυ της ζωής μας όπως θα πρεπε να είναι.
χωρίς απουσίες. γεμάτο γνώριμους δρόμους
φτιαγμένο από τα μέσα μας τα πιο χαρούμενα
να κρατάει μια αιώνια στιγμή
όπως νιώσαμε να κρατούν τόσα εφηβικά καμώματα.
περιμένω, δεν βιάζομαι.
είμαι στον δρόμο τώρα. ο δικός μου έχει δέντρα και λουλούδια.
είμαι σχετικά τυχερή κι εγώ αλλά κι εσείς (!)
μια που εγώ θα μυρίζω στην διαδρομή τα αγριολούλουδα
κι εσείς για το μπουκετάκι
που θα φέρω να κοσμεί το βάζο σας.
πίστευες θα έφτανες με άδεια χέρια και θα ντρεπόσουν να μπεις μέσα.
κι εγώ που δεν πρόλαβα να σου πω,
να σου σκαλίσω σε φλοίδα δέντρου να το’χεις πάντα μαζί,
να μην το ξεχνάς ποτέ.
σπίτι σου ήταν. παλάτι σου. όλοι για σένα ερχόντουσαν.
χαζούλι μου...
ο ένας του άλλου
τον δρόμο της επιστροφής
σκηνοθέτησα τους ήλιους και τα απογεύματά μου όλο χαρές.
είχες καιρό να με επισκεφτείς γιατί θυμόσουν
μου έφερνες δάκρυα στα μάτια. από τότε που...
το ήξερα κι εγώ
γι αυτό είχα σταματήσει να σε σκέφτομαι στα σκοτάδια.
φοβόμουν μη δεν αντέξω.
μην θελήσω να έρθω πλάι σου να κάτσω
και γεμίσουμε πάλι όλοι κλάμματα και σφιξίματα στο στέρνο
και μαύρα σύννεφα στον κατακαλόκαιρο
και την αίσθηση της αδικίας.
ήσουν ένας κι εσύ. στην αρχή...
μοιάζαμε πολύ αλλά θα προτιμούσαμε όχι.
εσύ γιατί έφυγες κι εγώ γιατί έμεινα. εγώ πιο πολύ
γιατί δεν σε κράτησα αρκετά σφικτά και γλίστρησες
και πνίγηκες στους πόνους σου
καθώς όλοι παραδίπλα θαρρούσαμε πως ήτανε
τυχαίο περιστατικό.
έχω κι άλλα για σένα. έχω πολλά
μα σου είπα.
στον ήλιο βγαίνω για να σε σκεφτώ.
μόνο εκείνος μας κάνει κάπως συμπαθητικούς,
κάπως να σκάει το χειλάκι μας, να’χει ελπίδα...
όταν με βρίσκεις κι είναι νύχτα, φορτώνομαι τις ενοχές.
τις σκηνές εκείνες με τα αίματα
και τα μάτια που κοιτούσαν αλλά δεν βλέπανε,
είχανε, μα δεν λαχταρούσαν.
έφτιαξαν ένα σταθμό όπως - όπως μέσα στην τρέλα τους
και τερμάτισαν εκεί.
πού να είναι τώρα;
περιμένω το πάρτυ.
το πάρτυ της ζωής μας όπως θα πρεπε να είναι.
χωρίς απουσίες. γεμάτο γνώριμους δρόμους
φτιαγμένο από τα μέσα μας τα πιο χαρούμενα
να κρατάει μια αιώνια στιγμή
όπως νιώσαμε να κρατούν τόσα εφηβικά καμώματα.
περιμένω, δεν βιάζομαι.
είμαι στον δρόμο τώρα. ο δικός μου έχει δέντρα και λουλούδια.
είμαι σχετικά τυχερή κι εγώ αλλά κι εσείς (!)
μια που εγώ θα μυρίζω στην διαδρομή τα αγριολούλουδα
κι εσείς για το μπουκετάκι
που θα φέρω να κοσμεί το βάζο σας.
πίστευες θα έφτανες με άδεια χέρια και θα ντρεπόσουν να μπεις μέσα.
κι εγώ που δεν πρόλαβα να σου πω,
να σου σκαλίσω σε φλοίδα δέντρου να το’χεις πάντα μαζί,
να μην το ξεχνάς ποτέ.
σπίτι σου ήταν. παλάτι σου. όλοι για σένα ερχόντουσαν.
χαζούλι μου...
μια φορά μαζί, πάντα μαζί.
έτσι, να κρατούμε ζεστά τα χέρια και τις ψυχές ο ένας του άλλου