σίγουρα φέρω ευθύνη για τα πράγματα
την καλή μου μοίρα, την κακή μου τύχη, την αδυναμία, τα ταλέντα
και τον φόβο μου. για το πώς τα αντιμετωπίζω, αν μη τί άλλο.
πώς τα κοιτάω στα μάτια, πόση σημασία τους δίνω.
τώρα, για όπου φτάνει το χέρι μου και το χέρι μου το ίδιο επίσης
μοιάζει τεχνητό, φτιαχτό, όχι αρκετά αυθεντικό ή ζωντανό,
αδύναμο και ταλαιπωρημένο, με σβησμένα χρώματα και θλιβερή αναπνοή.
πρώτα αισθάνομαι κάτι στο στήθος μου να σπάει-
η γειτονιά μου, δεν είναι ασφαλής. τα πρώτα δάκρυα κυλήσανε στα μάγουλα
κι έσκυψε το κεφάλι.
ύστερα στο στομάχι μου κάτι σφίγγεται-
οι φίλοι μου, αρρωσταίνουν, τρελλαίνονται και πεθαίνουν.
αρκετοί ξεπουλιούνται και μοιάζει ακόμη χειρότερο.
τα πόδια μου λυγίζουνε και κλείνουνε τα μάτια.
είχαμε όμως και καλές στιγμές
άνθρωποι.
οι δικοί μου μας πήγαιναν σε κάτι πελώριες ερημικές αμμουδιές
και καθόμαστε εκεί από το πρωί ως το βράδυ.
πριν την πρώτη γυμνασίου το καλοκαίρι, αγόρασα πρώτη μου φορά κόσμημα από πλανόδιο.
ένα κρεμαστό από πηλό για το λαιμό μου, με δερμάτινο λουράκι κι ένα εφτάφυλλο στο κέντρο.
δεν ήξερα τί και γιατί, αλλά πραγματικά το λάτρεψα και το φορούσα για χρόνια,
ώσπου να το κληροδοτήσω στην μικρή που δεν πετάει τίποτα.
ο πατέρας πάλι, δεν αγαπούσε και πολύ την μουσική.
δεν την ήθελε στο αυτοκίνητο μα ούτε και στο σπίτι ιδιαίτερα την αναζητούσε
δεν έπαιζε κάποιο όργανο και μου ακούγονταν πραγματικά φάλτσος,
τις ελάχιστες φορές που αποπειράθηκε να τραγουδήσει μπροστά μου.
διάβαζε συνέχεια για τις ιστορίες των ανθρώπων στον κόσμο.
διάβαζε και τις ίδιες ιστορίες πολλές φορές -από αμέτρητες διαφορετικές,
οπτικές γωνίες. για κάποιο λόγο όμως, είχε κάτι κασέτες και σιντί
με χασικλίδικα, κομμένα, τεκετζίδικα τραγούδια από το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
η ρεμπέτικη κληρονομιά, αποτελείται από απομεινάρια των τελευταίων έκφανσεων
μιας ζωής ελεύθερης, η οποία ενσωμάτωνε ουσιαστικές αξίες
κι επέτρεπε σε αυθεντικά ανθρώπινα ένστικτα να εκφραστούν.
μετά τους ρεμπέτες, αρχίδια κόπηκαν ολοσχερώς,
γενιές ολόκληρες δηλαδή ευνουχίστηκαν
προκειμένουν να εξημερωθούν και να ελεγχθούν.
παράλληλα, ποινικοποιήσαμε την φύση, κλάσαμε στις χημείες
αποθεώσαμε το χρήμα, λατρέψαμε την τεχνολογία και της παραδοθήκαμε.
κοινωνικές νόρμες άρχισαν να επικρατούν των φυσικών σε βαθμό κακουργήματος
ξανά και ξανά
ώσπου οι περισσότερες χαρές κι αλήθειες θάφτηκαν
και κάποιες έχουν ήδη ξεχαστεί, ολοσχερώς.
σαν αποτέλεσμα ο πόνος δαιμονοποιήθηκε, περιθωριοποιήθηκε,
απαγορεύτηκε και όφειλε φυσικά ως εκ τούτου, να παραμένει βουβός.
σκάσανε και οδηγίες για όλους τύπου "πονάτε σιωπηλά", ή
"είστε απόλυτα υπεύθυνοι για τον πόνο σας παρακαλούμε σε κάθε περίπτωση
κρατήστε τον για τον εαυτό σας.", ή
"δεν ντρέπεστε να πονάτε; τί θα πεί ο κόσμος;" και
"άμα κάνετε ότι δεν πονάτε, σύντομα ο πόνος σας θα εξαφανιστεί!"
κι η μούγκα μεγαλώνει, η απομόνωση.. κι εκείνος μεγαλώνει. ο πόνος.
απαιτεί την προσοχή σου, ψάχνει για ελιξίρια, σε βγάζει απ τον δρόμο,
σε κάνει να ιδρώνεις και να ζαλίζεσαι. έχει τους λόγους του.