...with lots of love for you, Jeff Thomas and the lyrics.

Tuesday, August 09, 2011

είμαι πρεζάκιας



από το βράδυ ως το πρωί 
με πρέζα στέκω στην ζωή 
κι όλο τον κόσμο κατακτώ
την άσπρη σκόνη σαν ρουφώ

όλος ο κόσμος είναι θύμα μου
σαν έχω πρέζα και ρουφάω 
κι οι πολιτσμάνοι όταν θα με δουν 
μελάνι αμολάω 

σαν μαστουρωθείς
γίνεσαι ευθύς 
βάσιλιας, δικτάτορας, θεός 
και κοσμοκράτορας
πρέζα όταν πιείς 
βρε θα ευθρανθείς 
κι όλα πια στον κόσμο 
ρόδινα θε να τα δεις 

δική μου είναι η ελλάς 
και στην κατάντια της γελάς 
της λείπει το να της ποδάρι 
ρε και το παίξανε στο ζάρι 

εγώ θα είμαι ρε δικτάτορας 
κι ο κόσμος στάχτη αν θα γίνει
ο ένας θα μ ανάβει τον λουλά 
κι ο άλλος θα τον σβήνει 


Wednesday, July 20, 2011

η εξέλιξή του.




ήταν αέρας κοπανιστός. φάντασμα
είχε ξεχάσει και τ όνομά του. δεν ήταν πλέον κανείς...
το πρόσωπό του ήταν χωρίς μορφή 
κι είχε την υφή της άμμου. 
χωρίς ταυτότητα 
δεν θα ένιωθε μόνος ξανά ποτέ.

σήκωσε την άδεια από μοναξιά καρδιά του
με προσμονή κι ενθουσιασμό πεντάχρονου
που ανακάλυψε πώς να σκάει την μπάλα 
στο πλακόστρωτο κι εκείνη να γυρίζει πίσω.  
η καρδιά του φάνηκε τότε να είναι βαρύτερη 
από πριν. 

μία πικρή μετάνοια πλημμύρισε 
την σκέψη του καθώς έβλεπε την 
πρωτοβουλία κι ανακάλυψή του αυτή 
ν αποτινάσει την μοναξιά 
και να τον καθιστά ευθύς αμέσως 
κατά ένα αίσθημα πτωχότερο. "ο πλούτος" 
συλλογίστηκε κείνη την στιγμή 
"μοιάζει με τον πολιτισμό 
και πόνο μόνο φέρνει. ας είναι."   

Sunday, July 10, 2011

First Lyrics First Vol.44


δύο κόσμους έχει η ψυχή μου


                                         δύση και ανατολή 

σταμάτησα ν αποφασίζω και να πασχίζω
για τα εισιτήρια 
δεν μου ζητείται μία για να πληρώσω
με βάζουνε στην ζούλα οι φίλοι μου 
που θέλουνε συντροφιά και να μοιραστούν
το γέλιο τους το άφθονο, την συγκομιδή και
τις καβάτζες τους


μα η αγάπη μου στέκει στην μέση 


                 σαν μητέρα θεά με τα δυο της παιδιά 

πεταλούδες και μικρά πουλάκια 
φωλιάζουνε στο σπίτι μας 
να προφυλαχτούν απ τον αέρα λέει το μικρό 
μα μπορεί και να ξεμένουνε 
πίσω απ τις κλειδωμένες πόρτες μας 
την νύχτα

μες τα καστανά της τα μάτια 


                                   μία θάλασσα ανοιχτή 

κάποιος χθες το βράδυ έγινε πολύ χαρούμενος
γιατί του πεσε ο κλήρος 
την ώρα που εδώ ήμαστε χαρούμενοι πολλοί
μερικοί σίγουρα 
έως κι ευτυχισμένοι. 

θέλω μες τα δυο της μάτια να κοιτάζω 


                             μες τα μάτια της 

κι όσο θυμάμαι να ξυπνώ απ τις 
μυρωδιές και την ζέστη σκεπτόμενη ότι δεν 
είναι καιροί για πανηγύρι θυμήθηκα, 
πώς τα πιο ηχηρά μας γλέντια των ανθρώπων
μέσα σε πόνο αβάσταχτο γεννιούνται 
και στην απελπισία... μου φάνηκε τότε 
ότι το πιο άδικο πράγμα στον κόσμο 
είναι ένας μάγκας να χορεύει μόνος του


Monday, July 04, 2011

satta massagana



there is a land, far far away
where there's no night, there's only day 
look into the book of life, and you will see 
that there's a land, far far away 

the king of kings and the lord of lords 
sit upon his throne and he rules us all 
look into the book of life, and you will see 
that he rules us all 

satta massagana 
ahamlack, ulaghize 

Wednesday, June 29, 2011

First Lyrics First Vol.43



see the lonely boy out on the weekend 
                                         
                                                      try to make it pay 

εκεί που πάω δεν με φοβούνται 
ίσως να μην ξέρω για το αν με αγαπούν 
αλλά προς το παρόν το ότι δεν με φοβούνται 
με φτάνει.

οι ευχές τους για καλό ταξίδι έπιασαν τόπο 
παραπάνω απ' όσο είχαν ο καθένας χωριστά 
κι όλοι μαζί στο νου τους 
όταν με αγκάλιαζαν και με φιλούσαν
τρυφερά.

can't relate to joy 


                           he tries to speak and can't begin to say


αυτή η ανατολή που ακόμη τώρα 
στην θάλασσα φαίνεται πιο κοντά απ ότι στον ουρανό 
χάραξε στο πρόσωπό μου ένα πλατύ χαμόγελο

όσο για την μοναξιά της στιγμής 
για μένα παραμένει μία σκοτεινή ψευδαίσθηση 
που με κάνει να κλαίω φωναχτά
όσο και να γελώ σπαραξικάρδια
προ ύπνου.



Wednesday, June 22, 2011

σε είδα ψες ν' αργείς...



θ ακολουθείς 
τις φωνές των φίλων σου απ τα πανηγύρια
αλλά δεν θα τους αναγνωρίζεις. 
οι στίχοι των κομματιών 
θα ναι γραμμένοι στην γλώσσα σου 
μα δεν θα τους καταλαβαίνεις. 
δεν θα υπάρχει άνθρωπος 
να του ανοίξεις την καρδιά σου.


θα δεις πως ό,τι έλεγες ήτανε για σένα 
και πως κανέναν απ τους δυο μας δεν αγάπησες. 
μετά θ αρχίσεις τα ταξίδια 
μα απ την αρχή θα είσαι κουρασμένος. 


πως σου τα πήραν όλα από μέσα σου 
θα αισθάνεσαι πέρα απ την μοναξιά σου 
και πως απ όσα τους ξεφύγαν
απ όσα σου μείναν κατά λάθος 
μοναχός σου εσύ αποτραβήχτηκες. γαμημένοι εγωισμοί 
πολύ θ αργήσεις για να το σκεφτείς 


κανένα φεγγάρι δεν θα παρηγορεί τον πόνο σου 
ούτε κανείς θα βρίσκεται για να σου τον γλυκάνει
σ αυτόν τον κόσμο που σε φέρανε 
και που σε βάλανε να πίνεις 
σαν φτάνει η ώρα που απ την νύστα θες να πέσεις 
στο κρεβάτι είτε στο χώμα 
σου γεμίζουν το ταβάνι και τον ουρανό με οράματα 
να έχεις υπερένταση κι άκρη να μην βγάζεις 


όλα για να χάνεις τον ύπνο σου 
να τον μπερδεύεις με τον ξύπνιο τους 
και να τους αδειάζεις την γωνιά 
μια ώρα πριν ανακαλύψεις ότι έχεις βούληση 
αλήθεια. 


νόμιζες πως είσαι τίμιος 
μα ύστερα έγινες μπεκρής, πρεζάκιας
και μοναχά δικός μου αγαπημένος. 




Sunday, June 12, 2011

πώς έχει το πράγμα



κοίτα
χτυπήσου κοπανήσου δώσε πόνο 
έρχεται αναγέννηση έρχεται το μεγαλύτερο ψέμα
για να γίνει αλήθεια


τραγουδάμε και ρίχνουμε τις γροθιές μας
σε σάκους από άμμο
μας μιλάνε για την εποχή του υδροχόου 
οι άνθρωποι σταματάνε να κλέβουν
και γίνονται καλοί


μπουμπουνητά 
πάνω απ την ομπρέλα της θαλάσσης μας 
βλέπω τα μούτρα σου αλλαγμένα απ τον τρόμο 
και γελάω πολύ 
μπορεί για τελευταία φορά 
και το γνωρίζεις κι εσύ γι αυτό τρέχεις 
με παίρνεις αγκαλιά 
και με σηκώνεις.


**

Tuesday, June 07, 2011

First Lyrics First Vol.42


θεέ μου και πώς τηνε θωρώ άλλον να αγκαλιάζει 

               και μ ένα βλέμμα ειρωνικό εμένα να κοιτάζει 

χαβαλές και χαλβάς ανευ προηγουμένων,  παρελκόμενα 
ζημίες ανυπολόγιστου μεγέθους. φόβος. 
τρέχουμε και δεν φτάνουμε τώρα 
έτσι δεν είναι;
ποιός να μαζέψει τ ασυμάζευτα! 
τώρα μεγάλο κακό μας βρήκε 
το παρελθόν μας..

τώρα ανοίγουμε τα χέρια και κλαίμε 
εναν αμανέ στον άγνωστο που μας κατήντησε έτσι 
να μην μπορούμε να σηκώσουμε την ευθύνη της άγνοιάς μας 
αλλά παρ όλ αυτά να την χρεωνόμαστε. 


 απόψε παραδίνομαι ολόκληρος σ εκείνη
      
      αφού το πάθος μου γι αυτήν, περνά την ηρωίνη


την ζωή μάλλον θα εννοεί αλλά περίεργο τρόπο 
έχει βρει να της το δείχνει. 
κάπως.. ματαιόδοξο που το λες. αφελές ίσως κι όλας. 
παιδικό; μακάρι. διαστρεβλωτικό; θα χουμε να λέμε... 

καβαλάει τον θάνατο κι αφήνει τα μαλλιά
να στροβιλίζονται στον άνεμο - στην τέλεια φωτογραφία.
αυτό βρήκε να κάνει για να εκφράσει 
το μέγεθος των συναισθημάτων που η ζωή γεμίζει 

μια φωτογραφία να μένει μετα θάνατον. 
και για τα εν ζωή; απ ό,τι φαίνεται ακόμα 
δεν είμαστε τόσο κοντά ούτε καν 
για να τα μυρίσουμε.... 


Friday, June 03, 2011

στροφή εν πλώ




γιατί η θάλασσα είναι τόσο γλυκειά...αεικίνητη.
και παραδέχτηκες πως έχουμε όλοι τις ίδιες
ανάγκες αλλά πως η θέση σου δεν σου επιτρέπει
να το διαπραγματευτείς περαιτέρω. 
όπως ακριβώς έτσι επιπόλαια κι εγώ 
προσπάθησα να στην χαλάσω χωρίς να ξέρω 
το γιατί.


ετοιμάζω ταξίδι και θα στρίψω εν πλω...
νιώθω την αλλαγή που μου φέρνετε 
την αρρώστεια σας
ο θανατός σας με εξοντώνει 
ο θάνατος σας είναι ο δικός μου θάνατος 
κι αυτό μου κόβει την αναπνοή. 
θα χαλαρώσω όμως... όλοι χαλαρώνουμε 
αργά ή γρήγορα.


ακούω τόσες πολλές σιωπές 
που έχω ξεχάσει τον ήχο της φωνής σου
πάλι ξέμεινα από τσιγάρα.

θα κάνω κάμποση ησυχία 
θα κοιτάξω ν αφήσω ίχνη ελάχιστα 
θα φορέσω γάντια, θα σκουπίσω και θα πλύνω το παρκέ. 
ο φόνος μέσα στο χαμό του κόσμου αυτού 
που φτιάξαμε να ζούμε ίσα σαν κιχ που ν ακουστεί
σε δρόμο, σε αγορά, σε παρκάκι γεμάτο σκιές.


Tuesday, May 31, 2011

First Lyrics First Vol.41



αναρχοκομμουνιστής 
            
                               ο διοικητής, παναγιώτης σαρρής

ήμουν τόσο κόκαλο προχθές που στα ξενερώματα
σου έστειλα να βρεθούμε.. να με ξυπνήσεις σου έστειλα
κι έτσι κι έγινε. σύνταγμα-καλύβια ώρα μηδέν. 
σου γαμάνε το δίκιο του εργάτη 
σου γαμάνε το δίκιο της νοικοκυράς 
σου γαμάνε και την αξιοπρέπεια 
για να μην έχεις να σηκώνεις κεφάλι. 

αθήνα είσαι καμίνι  
   
            ώσπου να φέξει να δούμε ποιός θ αντέξει


έχω ηρεμήσει μου πες 
πάνω που σκεφτόμουν ότι με αυτά και μ αυτά 
θα πρεπε να χω πάθει το αντίθετο 
και να χω γεμίσει το δρόμο που αφήνω γεμάτο φωτιές 
να καούν αυτά τα σχεδιάκια  εξαθλίωσης του ανθρωπίνου γένους,
να βρω καινούρια στον γυρισμό να ξεπετάνε φύτρες...

ζούμε τις μικρές μας ιστορίες 
                      
                                στο κέντρο και τις συνοικίες 


ενώ κάποιοι γουστάρουν να γράψουν μια μεγάλη 
πολύ μεγαλύτερη απ ό,τι σηκώνει ο σβέρκος τους
μας κλέβουνε τις λέξεις, το χαρτί, τα χρόνια, 
όλα γίνονται αυτά στην πλάτη μας.

προτίμησα τον δρόμο που την ιστορία μου συρρικνώνει
μέχρι εκεί που ίσα ίσα αναπνέω. 
εσύ διάλεξες να φτιάξεις μία μεσαίου μεγέθους καταρχήν 
κι αν σου δοθούν οι ευκαιρίες και τα παραθυράκια 
θα την τσιτώσεις τότε, άμα είναι, όσο σε παίρνει 
όσο είναι δυνατόν. 

κι εσύ αποσπερίτη μου 
                
                                         του δειλινού ταιριάζεις 

σαν τίποτα να μην γνωρίζεις για την ανθρώπινη φύση 
-έτσι φέρεσαι- και σαν να βλέπεις μόνο με τα μάτια.
η τραγωδία μας λοιπόν ίσως να έγκειται 
στην οπτική μου αδυναμία. 
εγώ τα βλέπω όλα με τα χέρια 
και τα φαινόμενα σ αυτή την περίπτωση 
σπανιότερα απατούν.

η μέρα φεύγει ποιός την κλέβει


                                                   ήξερα μα ξέχασα 

καημένε μου ιππότη. 
σε ζώσανε τα άλογα και τις πανοπλίες και την ντροπή 
-το εκβιαστικότερο μέτρο όλων- 
δεν μπορείς να τους φτύσεις και να πεις 'όχι ωρέ, 
εγώ δεν πολεμάω. δεν πολεμάω γιατί αρκετούς νεκρούς κλαίμε 
χωρίς να ξέρω το γιατί και το πώς 
ο πόλεμος αυτός καλά κραττεί κι αναζωπυρώνεται 
κι όλο γεμίζει ο κόσμος στάχτες. γιατί δεν ξέρω ποiο;y την παρακμή
και τα συμφέροντα εξυπηρετεί και τέλος 
γιατί η καρδιά μου λέει ν αράξω κάτω απ' το δέντρο 
με την κοπελιά ν αγαπηθούμε μαζεύοντας τα συντρίμμια τους, 
να φουσκώνουμε απ την αγάπη, την υπερηφάνεια. 


αυτά σε άγγιξα να λες πάνω στο λόφο. 
τα ανακοίνωνες στο σπίτι σου, στην γη 
τους προγόνους και στον άλλον σου εαυτό. 
αυτά είδα κι ύστερα ξύπνησα από τα ποδοβολητά
τις σφαίρες και την υγρασία που έφερε το αίμα 
καθώς μου έσταζε στο πρόσωπο. 


Wednesday, May 25, 2011

για το μαζί και το δρόμο

                                                  
γιατί  ο άνθρωπος θεός δεν είναι
κι αφού νόημα δεν έχει να κάθεται να κοιτάει την θέα μοναχός
προτιμά με κάποιον να πέσει στο γκρεμό μαζί.

γιατί ο άνθρωπος μπορεί και θεός να είναι που 
ή σκηνοθετεί ένα τέλος του να κρύβεται
ή πλανιέται στην αιώνια ζωή 
βάζοντας αρχή σε κάθε τέλος

είναι ένα παιχνίδι. 
σε ρίχνει ο νους κι η ψυχή σε σηκώνει.
μάθε πρώτα να περιορίζεις την ανάγκη σου 
κι ύστερα ν αφήνεις  την επιθυμία σου ελεύθερη.

όταν έφτανα να σε δω ήταν πάντα 
η κατάλληλη στιγμή.

--στον πόλεμο—

με τα δικά σας μέτρα, στάθηκαν οι λέξεις πρώτη γραμμή  
και νωρίς πολύ θα λέγατε πνιγήκανε στο αίμα. αυτές και η μαλθακότητά τους.
έτσι έπρεπε να γίνει κι  ύστερα μόνο τα κορμιά και το μέσα μας μας έμεινε
κι ο πόλεμος να κραττεί καλά, ευτυχώς.
γιατί  το ένιωσα πια πώς ο πόλεμος είναι η ίδια η ζωή.  
η ζωή που τόσο αγαπώ και τόσο μου πάει 
που την δεν την χαρίζω και δεν την πουλώ. η τόσο γενναιόδωρη
σου επιτρέπει να διαλέξεις τους εχθρούς σου.

το αισθάνεται κι εκείνος και το πράττει αυτό γιατί κι ο ίδιος 
είναι πολεμιστής απ  τους δυνατούς, τους ομιχλώδεις 
με σχέδιο για ελευθερία, υπεράνω μικροπρέπειας  
όποιος θέλει ας κάτσει σπίτι του 
με εχθρούς επιλεγμένους,  που αγαπάει και σέβεται 
και με συνείδηση που  γνωρίζει πως αν τελειώσει τούτος ο πόλεμος 
τίποτα να κάνει  άλλο δεν θα υπάρχει 
κι έτσι μια χάνει μια κερδίζει και κοιμάται ελαφριά. 

δεν έχει σημασία τί και πώς 
και για τα δύο το ίδιο χαίρεται 
και για τα δυο το αίμα χύνεται ενώ βράζει 
κι από τα δύο γεννιούνται αξίες.

κι εγώ που απ τους γήινους εχθρούς μου 
εκείνον πιο πολύ τίμησα κι αγαπώ και για χατήρι του άνοιξα φτερά 
πέταξα πάνω από τα σπίτια σας να βρω τον ζωντανό τον κίνδυνο 
και μέντορα της ύπαρξης για να τα πω μαζί του 
κρυβόμουν μες τους στίχους και τα ηφαίστεια και ξερόβηχα 
και  τραβιόμουν την τελευταία γραμμή αμύνης μου να μην του αφιερώσω 
σε κάποια νοθευμένη κι ύστατη στιγμή  ονειροπόλησης θανάτου.

ήθελα να τον δω βασιλιά της γης και των πάντων  
κι αν σε κάποιον ήταν να παραδοθώ μόνο αυτός θα ήταν 
έπρεπε να βρω την πιο βαθειά γωνιά του εαυτού μου 
να σώσω  τα τελευταία πυρομαχικά μην μείνει μόνος και κλαίει 
πάνω απ τα πτώματα.

και πόσο αντέχω μόνο εγώ το ξέρω 
διότι ευθύνη αυτός δεν γίνεται να φέρει  για την δύναμή  Του 
ούτε για την δική μου τυχόν αδυναμία. 
θα ήταν εντελώς παράλογο και παράδοξο να ξέρει  εκείνος 
πού τα τείχη τα δικά μου τελειώνουν, 
ποιός είναι να είναι ο τελευταίος μου στρατιώτης. 
μου λέτε έχετε αγαπήσει...

η μάχη είναι εξοντωτική, καταλαβαίνω.
στα χαρακώματα ο φόβος παραλογίζει
και βαφτίζει την μία ή την άλλη ανάσα μας τελευταία 
μπας και διαλυθούμε ησύχως και σωθεί έστω ένας 
μην μας χάσετε και τους δυο.

μα εμείς όλο κρατάμε ο ένας τον άλλον μην πεθάνει 
κι όλο τις πληγές πληθαίνουμε μέσα απ τις αγκαλιές μας. 
χωρίς διαπλοκές, χωρίς κατασκοπεία και χρηματισμό 
μα σώμα με σώμα και κοντά όσο πάει. 
γύρω γύρω μας περίπτερα και  ντελάληδες...

γιατί μάθαμε πια κι από ανακωχή.  
εκείνη σαν μας βρίσκει έχει ύφος εκατό καρδιναλλίων 
επιβάλλεται καθώς περπατά και με το ένα χέρι απαξιώνει ό,τι αναπνέουμε 
και με το άλλο μας δείχνει με το δάχτυλο τυχόν λιβάδια και λουλούδια 
που πετάχτηκαν, λέει, ως μάννα εξ ουρανού 
πηγαίντε να ξαπλώσετε! 
με μια ανακούφιση στο βλέμμα, το σιχαμένο ψεύδος, η αφεντιά της 
μας βάζει να μετράμε λάφυρα, να παρελαύνουμε στους δρόμους 
να κυματίζουμε σημαίες, να στέλνουμε τους  τραυματιοφορείς 
να μετράμε τους πεσόντες και να τους δοξάζουμε.
για πόσο;

θα πούμε τί να κάνει κι αυτή 
πλάθει ένα βραχύβιο και  παγωμένο  τέρμα ως ύστατη προσπάθεια  
κι έκκληση στην ψυχή  του νικητή φονιά, μόλις δει τι έκανε, 
να μην αυτοκτονήσει.  

μα δεν κρατάει ποτέ πολύ 
και τα λιβάδια μένουνε γρήγορα ξερά 
κι ύστερα απλώνει η  αηδία  και το έλος που η ματαιοδοξία της γέννησε. 
αυτά τα στάσιμα νερά που μαζεύουνε όλου του κόσμου τις αρρώστειες 
που δεν γεννάνε τίποτα χρωματιστό 
που βουτάμε μέσα τους να πλυθούμε γιατί μόνο αυτό μας  έμεινε 
και που μας χτυπάνε στο μυαλό και καταναλώνουνε το πάθος μας στις καλαμιές 
για να μαντεύουμε πότε θα φυσήξει ν ανοίξουμε τις μύτες μας 
να πούμε μια κουβέντα.
γιατί αρκετά χάσαμε, λένε. 
καλύτερα τώρα, μας ψιθυρίζουν πρωί και βράδυ.
καλύτερα έτσι...

--στο άγνωστο--

δεν με νοιάζει  τί είναι αυτό που έχουμε τ αβάφτιστο.
θέλω  απλά να μην τελειώσει κι είμαι έτοιμη να κάνω  τα πάντα.
αν χρειαστεί να εξαφανιστώ, να γίνω αέρας και μόνο ανάμνηση
είμαι έτοιμη ν αφεθώ.  
δεν με νοιάζει αν βγάζει κάπου  αυτό που κάνουμε.
εξάλλου πού να βγάλει πέρα από δω που κοιταζόμαστε στα μάτια;
θέλω μόνο να να μην σταματήσει να φουσκώνει. 
όλο και πιο πολύ και να κοκορεύεται.

κι αν δω να πνίγεται από λογικές 
κι από ταχυδακτυλουργούς που μας τάζουνε μαγεία
είμαι έτοιμη για όλα.  
σε κούτες  τα διαμάντια μας  να βάλω να τα κλείσω στα έγκατα της γης 
να κάνει άνθρωπος να τα δει και χίλια χρόνια. 
καθόλου δεν τους νοιάζομαι. 
την ευθύνη τους αντί για τους ίδιους εγώ δεν παίρνω. 
κι ας πλανιέμαι η μισή σαν όνειρο 
γιατί τότε σίγουρα η άλλη μισή θα μαι πιο πραγματική κι απ  τα βουνά 
κι απ τα δέντρα κι από την θάλασσα μαζί.

σκύβω πάνω από αυτό το βίωμα και μυρίζω την αλήθεια. 
ακούστε την προσεχτικά εσείς οι απ’έξω 
αφού η μίζερη και θλιβερή ελπίδα σας μ΄έστειλε να σας τα πω 
κι ας έχω την προδοσία σας σίγουρη 
θα σας την φτύσω στην μούρη κι αυτή με τα τελευταία.
εκείνος κι εγώ ανάγκη καμιά δεν θα σας  έχουμε 
σε μια στιγμούλα τόση δα 
από  τώρα.   

αμφιβολία και σιγουριά  η ίδια μελωδία και δεν νοθεύομαι 
δεν διαλέγω πλευρές πια, ξεχάστε το. 
χοροπηδώ με τα κύματα από την μια στην άλλη 
όσο εσείς μισείτε με το στόμα ανοιχτό. 
όσο φθονείτε και σ όλα αναζητάτε τα φρούτα δηλητήριο 
κι ενόσω η μούρη σας έχει χλωμιάσει να κοιτάει μόνο κανα πεφταστέρι 
κι αυτό στα κλεφτά.  

πόνος κι ευχαρίστηση.
κι όση ορμή  το ένα τόση και το άλλο.
κι αφού εκείνος πόνο ποτέ του δεν μου δίνει 
μα μόνο η χαρά της ζωής μου ξέρει  να είναι,  
παίρνω  το μερίδιο του πόνου μοναχή μου 
κι είναι όλο κι όλο ό,τι κρατώ για μένα. πού αίτια για παράπονο;  
πού χώρος για φιλοδοξία πιο μεγάλη 
απ το να καταφέρνω να μας προφυλάσσω 
απ’ότι πιο εύκολα οι άνθρωποι ο ένας στον άλλον εκτοξεύουνε 
με την πρώτη βροχή για να προφυλαχτούν; 
εγώ από ζάχαρη δεν είμαι 
κι έτσι βγήκα κι έψαξα, έψαξα... 
να κλείσω μάτι νύχτες πολλές αδύνατο.

μόνον έτσι μπορώ να γυρίζω σ΄εκείνον  
δίχως να του κρατώ χρωστούμενα και δίχως να χρειαστεί  
να υπολογίζει και να ξοδεύεται. 
μόνον έτσι μπορεί να γυρνάει κι αυτός. 
δεν ήταν ποτέ μόνος και τώρα πια 
δεν θα ξαναείμαι μόνη ουτ’εγώ.

έρχεται κι όλα παίρνουν φόρα ή μάλλον ανακτούν πάλι 
την χαμένη τους, την από πριν της απουσίας του τον καιρό. 
κάθε που γυρίζω μεγαλύτερη είναι η φόρα 
κι όλο λέω μην δούμε τέρμα, άβυσσο
και πόσο λιώνω τότε 
τρέμοντας τον πόθο να κρατώ απ' τα φρένα του...

βάλθηκε να μ ακουμπά και να με γδέρνει 
κι οι μουσικές και όλα τέλεια κι οι σοφίες του κόσμου 
ξεκάθαρα να μου παρουσιάζονται κάθε φορά και πιο πολύ 
μα να τις μοιραστώ  με σας όρεξη πια καμιά δεν είχα 
κι είπα αυτό είναι ευτυχία!

κι ας είχα πει κι είχα πει όταν τον είδα πρώτα. 
κι ας ήταν το στόμα μου γεμάτο σκιές, φαντάσματα, 
υπολείμματα ανησυχίας και διαστροφής. 
εκείνος τα καθρέφτισε με ευκολία τόση που ψεύτικα θα μου φαίνονταν 
ακόμη και υπο το φως της πιο ζεσταμένης από καλοτυχία 
οπτικής.

τίποτα δεν είπα άλλο 
γιατί δεν ήθελα να χάσω ούτε μισή του μνήμη 
ούτε μισή στροφή του κεφαλιού.  
δεν ήθελα ούτε από οίκτο να μου δώσει κάτι ή στα γρήγορα 
ούτε να με κάτσει πλάι σε άλλους 
κι από απόφαση πια έπαψα να μιλώ. 
σε τίποτα οι λέξεις δεν μας χρησίμευαν τις  ώρες εκείνες πλέον 
ακόμη κι από αυτές  με λύτρωσε. 
μου λέτε έχετε αγαπήσει..


ακόμα και σ αυτές έδωσε σώμα και παλμό 
και το να θυσιαστούν ακόμη μια φορά για το χαρτί περιφρονήσαν 
με τέτοιο καμάρι ψυχής ολόκληρο φτιαγμένο από τ άφθαρτα 
και σε σουρεαλιστική αφθονία για τα προσφιλή δεδομένα.  
καμάρι του είδους απ αυτά που ζει με τ άχρονα, τα αιώνια 
στα μέρη εκείνα όπου ο νους δεν  είναι παρά ενα παράσιτο 
μια γλίτσα που ξέρασε ο οργανισμός στις μεγάλες πείνες 
και την ξαναμασουλάει σαν τσίχλα.
μου λέτε έχετε ερωτευτεί...

όταν τον είδα, μου άνοιξε το μάτι.
βέβαιη ήμουν πως θα με κάνει μια μπουκιά αν πλησιάσω  
πως όσο κι αν ουρλιάζω τις χαρές και χάρες μου  
η τερατώδης διαφορά των αναλογιών μας, έγνεφε το τετελεσμένο.
πήρα το ρίσκο γιατί από την αγωνία θα πέθαινα 
κι από την απορία θα τρελαινόμουν.
ήθελα να φτάσω  ως την καρδούλα του ν ακούσω το μυστικό της.
να μάθει η λύπη πώς να υμνεί τους εφιάλτες.

κόστος δεν μέτρησα δεν είχα πολυτέλειες 
μόνο με το χαμόγελο κι ένα ασκί ουίσκυ 
να πίνω να ξεχνώ εσάς ξεκίνησα. 
να σας ξεχνώ  γιατί εσείς αντί να με ξεπροβοδίσετε με πανηγύρια
και συνθήματα εμψυχωτικά, με κλαίγατε.

δηλαδή πώς αλλιώς με θέλατε να είμαι 
με δανεικά τα κίνητρα και με φτιαχτό ενθουσιασμό 
να βαφτίζω το ένα ή το άλλο για να περνώ την ώρα μου μέχρι....
ή μήπως θα θέλατε να δουλεύω μόνο για τις ανάγκες σας 
και για να εκτονώνεται πάνω μου ο κραδασμός του πανικού σας;  

βιάστηκα και πίστεψα πολλές φορές πως δεν θα φτάσω.
ο πρώτος χτύπος από την κούραση 
σαν απ την φαντασία μου ακούστηκε. ο δεύτερος, ο τρίτος.. 
πεινούσα και τα βράδια έλεγα να γυρίσω πίσω 
μα για κάθε τέτοιο βήμα μου προς την επιστροφή 
εκείνος χώρο έκανε μέχρι που έφτασα 
ν ακροαστώ τ ανείπωτα.

επειδή ήμουν πολεμιστής κι εγώ κι ας μην το ήξερα 
η ευκαιρία  ν’ αναμετρηθώ σε τέτοιο ύψος και ταχύτητα μαζί του 
έκανε τις αισθήσεις μου βολίδες σε κανόνι έτοιμες να εκτοξευθούν. 
ναι. αυτό ήθελα.  
έτσι άλλωστε είχα βρεθεί εξ αρχής εκεί.
ποιόν να πείσω για το ποιόν της εκστρατείας μου;

--στην ειρωνεία του θανάτου τους--

αλλά τούτα εδώ δεν γράφονται για εκείνον ή από εμάς.  
εμείς γεννηθήκαμε καβάλα στ ΄άλογο.
τούτα εδώ έχουν αποστολέα  το τελευταίο μας χωμάτινο κομμάτι. 
εκείνο  που του σάλεψε 
σαν είδε το ποτάμι της ονειρικής πραγματικότητας  
να το κυνηγάει με μένος να το πνίξει 
και βάλθηκε να τρέχει να σωθεί.

κι  έχουν μοναδικό παραλήπτη τους λιποτάκτες 
τους δειλούς, τους κρυμμένους από τον ήλιο, τους μέσα στις σπηλιές.
κι ακόμη εκείνους που ορμούν στις μάχες 
για να κλέψουν ιδρώτα κι αίμα κι ονόματα αλλονών. 
για τους ζηλόφθονες και τους καημένους από κούνια.

τούτα δω είναι για όσους να λυπηθούμε η περηφάνεια δεν αφήνει  
κι έτσι απλά θα τους περιφρονούμε μέχρι το τέλος τους.  
να ναι σίγουροι όποια κι αν είναι τα τεχνάσματά τους 
όση κι αν είναι η σαπίλα που σπέρνουν μέσα στην απελπισία τους 
θα κάνουμε πως δεν τους είδαμε κι αμέσως στάχτη θα γίνουν 
και μια βοή μακρινή, σαν από κάτι ξένο εντελώς, σαν κάτι απόκοσμο.
για λίγα λεπτά θα ακουστούν μέσα από πηγάδια και μνήματα οι τσιρίδες τους.
κανείς να τους θυμάται δεν θα μείνει 
κι αυτή η δύναμη ανήκει στην ιστορία και μόνο.
ήρθε η ώρα και νίπτουμε τας χείρας μας με δάκρυα θες; 
ας είναι...

στα βουνά θα τον βρω πάλι και στα περάσματα. 
μέσα στους καπνούς και τα μαχαίρια. 
εκεί θα στάξουμε όσα οφείλουμε σ εκείνους που πριν από μας 
για τον πόλεμο κινήσαν. 
γιατί δεν πολεμήσανε για μας
για να καθόμαστε να τους ευλογάμε και το κατέστησαν ξεκάθαρο.
για τους εαυτούς  τους  πολεμήσανε 
για να σωθούν από την τρέλα.
όλοι εκείνοι οι λάτρεις της ζωής 
την αγάπη  για τις μάχες και την ταπεινότητά τους 
πως μόνο το κορμί τους το ίδιο θέλησαν να εξουσιάσουν 
παντού αφήσαν χαραγμένα.

κι εμείς δεν επιθυμούμε και δεν διαλέγουμε 
παρά να κάνουμε το ίδιο ξορκίζοντας την εθελοτυφλία 
και τα μυριάδες παυσίπονα, όλα κατασκευασμένα να μας οδηγούν 
με μαθηματική ακρίβεια στην εξάρτηση και την υποδούλωση 
από την ανάγκη.
εμείς τίποτα δεν κάνουμε παρά άξιους ως μας σπείρανε 
άξιοι θα πετάξουμε τις φύτρες μας, υγιείς επαναστάτες. 
για μας και για κανέναν άλλον. 
μου λέτε έχετε ζήσει...





Template by:
Free Blog Templates