...with lots of love for you, Jeff Thomas and the lyrics.

Monday, December 19, 2011

η τίγρης


έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
που όλο με περιμένει κι όλο την καρτερώ
τηνε μισώ και με μισεί θέλει να με σκοτώσει
μα ελπίζω να φιλιώσει, καιρό με τον καιρό

έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου, για κείνη πολεμώ
κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω
για να της τραγουδήσω τον πιο βαρύ καημό

όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω
για να την αγκαλιάσω στον πιο τρελό χορό
κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της
μου δίνει την προβιά της για να τηνε φορώ

καμιά φορά απ το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι
σχεδόν αγαπημένοι, καθείς να κοιμηθεί
και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν την μπόρα
σαν την στερνή την ώρα που θα επιτεθεί

Thursday, December 08, 2011

First Lyrics First Vol.48

pon and zi Pictures, Images and Photos


κι αν βαρεθεί η ψυχούλα μου, βρε αμάν αμάν, 

                 να ρθεις να μου την πάρεις 

μόνο που εσύ δεν πρόλαβες να βαρεθείς κι ούτε
κανένας μας να βαρεθεί εσένα, ήτανε δυνατόν. 
πήγαινες και κοιμόσουνα στις οικοδομές 
με μια κουβέρτα μιας και το σπίτι που μεγάλωσες
φανερά και ξάστερα δεν ήτανε ποτέ δικό σου
και η πόρτα εκείνη πάντοτε θα περίμενε να την 
κλείνεις πίσω σου φεύγοντας. 

να ξεχαστεί σαν των βουνών

                                  το περσινό το χιόνι 

μόνο που εσύ δεν ξεχνιέσαι από κανέναν. πλασμένος
από την ουσία που δεν σβήνει ποτέ, ψηλά κι αν ανέβηκες 
για να μας γλιτώσεις να σε ταίζουμε, να χουμε 
κι ένα ζευγάρι χέρια λιγότερο να ζεστάνουμε. 
για μας το έκανες.
μας έβλεπες μέσα στο ζόρι κι απελπισία σ έπιανε
που δεν μπορούσες να τ αλλάξεις. όχι εμάς, 
τα ζόρια μας, γιατί πού να το φανταζόσουνα μικρό παιδί
πως είμαστε όλοι με τα ζόρια μας το ίδιο 
και το αυτό. 

μια νύχτα θα ρθει από μακριά, βρε αμάν αμάν 

                              αγέρας πεχλιβάνης

μόνο που εσύ δεν θα ξανάρθεις. έχεις πάει 
με τα πουλιά και υφαίνεις μετάξια και κόβεις
καρπούς και σκαλίζεις όργανα ώστε 
μόλις τα ζόρια μας αφήσουμε επιτέλους 
και το πάρουμε απόφαση -όπως την αγάπη σκέψου- 
να βρεθούμε και ν αρχίσουμε, ένας κι όλοι μαζί 
να μετράμε χαρές
στους αιώνας των αιώνων.  


Tuesday, November 15, 2011

wild child


wild child 
full of grace 
savior of the human race 
your cool face 

natural child 
terrible child 
not your mother's 
or your father's child
you re our child 
screaming wild 

an ancient rulage of grains 
and the trees of the night 
with hunger at her heels 
freedom in her eyes 
she dances on her knees 
pirate prince at her side 
stirrin' into a hollow idol's eyes
do you remember when we were in africa? 




Monday, November 14, 2011

First Lyrics First Vol.47



ας ξεκινήσουμε με ένα τρανταχτό γέλιο
να το βγάλουμε από τον οργανισμό μας.
πάμε-


θα με χρίσω ιππότη και τζεντάι


         και άμα ξεμεθύσω σας λέω και γκουντμπάη


κάποτε 
με βλέπανε οι άνθρωποι και σαλιώνανε
και αρκετοί απ αυτούς ένιωθαν ξυπνητοί
ξαφνικά, σαν να τους χτύπησε κεραυνός.
μεγάλη ευθύνη και πολύ απαιτητικό να σαι
κεραυνός.  δεν την άντεξα. δεν ήμουν άξια, 
σμίλεψε κι έτσι το σκαρί μου η θάλασσα, ποιός ξέρει, 
έγινα μία κλαίουσα ιτιά με το αλάτι 
να τις καίει τις φλέβες. όταν συναντώ πλέον 
κεραυνούς τους κοιτώ αποσβολωμένη και τους
αγαπώ όπως αγαπούν οι απλοί άνθρωποι, με μία στάλα 
φόβο.


θα κολλήσω κι όποιον με περιγελάει 


            χιλιάδες δυο αλήθειες ο πόνος μου γεννάει


ωστόσο στην αρχή, όντας κλαίουσα, 
υπήρξα ασυνήθιστη. γούσταρα ν ανεβαίνω
στ άκρα και τις βουνοκορφές και να κάνω λες
κι είχα πιάσει τον Πάπα απ τ αρχίδια. ύστερα,
έμπαινα σε βάρκες που χα φτιάξει μόνη μου 
και δεν έπιανα στεριά για μήνες. οι φίλοι μου 
γουστάρανε ταξίδια που και που κι εγώ γούσταρα 
τον ασυνήθιστο και μοναχικό πόνο της φύσης μου. 
όταν δεν έβλεπα ουρανό απ τ αστέρια 
κι ήμουν στην άκρη του κόσμου,
γελούσα μ όλη μου την αλήθεια μόνη και δυνατά,
σαν να χα κάνει την καλύτερη σκανταλιά και 
φάρσα στην ιστορία του κόσμου.  






extra substances consumed: νικόλας άσιμος - εγώ με τις ιδέες μου 

Sunday, October 23, 2011

κοκαϊνη


πριν το κορμί μου το ποτίσουν
η κοκαϊνη, το κρασί  και η βρωμιά
είχε η καρδιά μου αγαπήσει
όπως αγάπησε η κάθε μια

πέρασαν όλα σαν έφυγε αυτός
και πήρα πια τον δρόμο τον δικό μου
ζητώ να λησμονώ μα τί σας μέλλει πως
είν το κρυφό το μυστικό μου

μην με ρωτάτε
τί σας μέλλει αν μεθώ και αν πεθαίνω
τί με κοιτάτε
έτσι θέλω και τα βάσανα πληθαίνω

όποιος σκοτώνει την καρδιά
ολότελα για το κορμί δεν νοιάζεται
κάθε βραδιά κάθε νυχτιά
το σέρνω μες τους δρόμους κι αγοράζεται

τον αγαπούσα, με αγαπούσε
και μου χε πάρει το κορμί και την ψυχή
στην αγκαλιά μου τον κρατούσα
κι ήταν η σκέψη μου η μοναχή

κάποια τον πήρε, ανάθεμα κι αυτή
δεν έχω δάκρυ πια για να θρηνήσω
τί άλλο να σας πω, είναι πληγή φρικτή
αφήστε με να λησμονήσω





Thursday, September 15, 2011

First Lyrics First Vol.45



when you came in the air went out


                            and every shadow filled up with doubt


γύρισε σπίτι κι όλα του έμοιασαν δανεικά. είχε πιστέψει 
πριν λίγο καιρό πως θα τα αποκτούσε. για λίγο νόμισε κι όλας
πως είχε βρει τον τρόπο να τα αποκτήσει κι ακόμη,
του φάνηκε ότι το πάλεψε ίσως όσο μπορούσε για αρκετό καιρό
όμως απόψε τα κοίταξε πάλι και φάνηκαν πάλι όλα τους δανεικά. 
η αύρα τους ήταν ξένη, η λάμψη τους φώναζε πως δεν θα 
γίνουνε δικά του ποτέ. το είδε ξεκάθαρα κι άνοιξε την 
πόρτα να πάει μια βόλτα, να σκεφτεί αν τον νοιάζει.


i don't know who you think you are


                                 but before the night is through


τόσο καιρό είχε να περάσει από το μπαράκι του βασίλη που 
είχε ξεχαστεί η πιθανότητα να εμφανιστεί, ακόμη και από
το τρίτο σκαμπό από το αριστερό τέρμα του μπαρ, που
ήταν το συνηθισμένο του. παρ όλ αυτά το βρήκε άδειο όταν
έφτασε και σαν να ήθελε να μην χαθεί κάποιου είδους 
μυστικιστική τελετή στο χρόνο, έκατσε να κάνει ένα τσιγάρο
να σκεφτεί αν τον νοιάζει.


i don't know what you've done to me


                          but i know this much is true


ξύπνησα σε πολλά μέρη τελευταία και κοιμήθηκα
σε ελάχιστα. αφέθηκα να σωπάσω κι ευχαριστήθηκα
τα ουρλιαχτά των γύρω μου σαν να ήτανε δικά μου,
ή απαραίτητα. δοκίμασα καρπούς απαγορευμένους
που με γέμισαν ελπίδα και μνήμη, κολύμπησα πολύ
συχνά όταν πονούσα για να ανακουφιστώ. κράταγα
την ανάσα μου δίπλα στην λιποθυμιά για να βρω τα 
όριά μου κι είπα στον άνεμο να με πάει όπου θέλει
μέχρι να μάθω να τον πιλατεύω. 


i wanna do bad things with you


                                         i wanna do real bad things with you 



βαρέθηκε, κουράστηκε, μπούχτισε, δεν άντεχε άλλο
να λυπάται και να φτύνει, να οργίζεται και να μπουκώνει,
να τρελαίνεται το αίμα της στις αρτηρίες και να σαπίζει το 
δέρμα της στην αφάνεια. έβαλε την μουσική στο τέρμα
κι άρχισε να χοροπηδάει σαν κάποια μυστικιστική τελετή 
που την γνώριζε από πάντα, άρχισε να ιδρώνει 
ό,τι την ταλαιπωρούσε κι ώσπου το κομμάτι να τελειώσει,  
είχε αναγνωρίσει κάθε γωνιά κι επιφάνεια γύρω
και με όλα είχε μιλήσει. χτύπησε το τηλέφωνο να πάει στο
μπαράκι, κοίταξε για λίγο στο δρόμο, έβαλε το κομμάτι απ την 
αρχή και συνέχισε.


Friday, September 09, 2011

βουρ στον πατσά.



κοινώς -επανάληψη μήτηρ μαθήσεως αλλά και του
όσο ζω παθαίνω. έρχεται η στιγμή που ο κάθε άνθρωπος
πρέπει να κυνηγήσει το όνειρό του. 


μισοπεθαμένοι άγγελοι παίρνουν το φιλί της ζωής 
από συναισθήματα που φέρνουν περισσότερο σε εξάρσεις
ζήλειας και σκεπασμένα λες από πολλών μηνών τα χώματα 
κοιμισμένα παράπονα αφυπνίζονται ξαναζητώντας ένα κομμάτι 
μοίρας και αλλαγής. κύκλοι διαγράφονται πάνω σε ευχές 
για λύτρωση κι οι απειροελάχιστες στιγμές στο χρόνο
που φαντάζουν άπειρες έχουν σηκώσει πανιά 
παραδομένες πια ολοκληρωτικά, στον άνεμο. 


τί κόσμο θα αφήσεις στο αγόρι σου; όλα μοιάζουν
μπερδεμένα για όσο δεν βολεύονται και ξεκάθαρα
όταν τα αγκαλιάζουν με αγάπη. δρόμο παίρνω δρόμο 
αφήνω. ίδιοι είναι οι άνθρωποι, όλες τις εποχές.  
δεν ξεχωρίζουν, δεν γνωρίζουν κι οι καλύτεροι
απ αυτούς δεν μάχονται πριν πέσουν. . 


Friday, September 02, 2011

έφτασε ο μήνας,


ο μετά του Αυγούστου.
πίνω την αλισφακιά μου όσο είναι ακόμη πολύ ζεστή
έτσι ώστε κάτι να προλάβει να λιώσει
για να το φτύσω.
ξέχασα το σώμα μου αλλά δεν θυμάμαι πού.
τόσο παλιά το ξέχασα.
κοιτάζω γύρω μου και άλλους χωρίς σώματα
κι άλλους με ξεθωριασμένο δέρμα
και στέρνο εν βρασμώ.

χαμογελώντας
επάνω στην γλύκα της καύσης απ' την μυρωδιά την ίδια τους
και τις αναθυμιάσεις, μου κλείνουνε το μάτι
και μου χαρίζουν την ψυχή μου, κουβέντα την κουβέντα
σαν να ήτανε κομμάτι τους.
...μα δεν μπορώ να τους πάρω μαζί μου.

τους αγαπώ.
είναι δυο μέρες τώρα που τα πράγματα
αποκτούν για μένα προοπτική εκεί
που καθόλου δεν το περίμενα.

είναι όλοι τους τρελοί
κι εγώ χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί
γέννησα μία τεράστια επιθυμία να βουτηχτώ στην τρέλα τους
με το κεφάλι ή με τα πόδια προσγειώθηκα
δεν μου ρχεται για να σου πω
αλλά δέκα χέρια απ' την αρχή με πιάσανε
κι εκατό μάτια είδα να λάμπουν τότε
όλα μαζί και δυνατά
σ ένα θέαμα εντελώς πρωτόγνωρο.

τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία μου να τους ζήσω τα μέσα έξω
που τον περισσότερο καιρό, μέχρι κι εσένα ξέχναγα.
ακόμη και σε ξεπέρναγα θαρρείς
και σαν μαγεμένη που ποτέ δεν γνώρισε το σκότος σου
χόρευα μαζί τους και γελούσα κι έκλαιγα στο πλάι τους
κι ακόμα κι ονειρευόμουν.
μ έπιασε ξανά, μία ρίγη για φυγή.
ο πυρετός ύστερα από ένα απόγευμα που φύσηξε
στην γυμνή μου πλάτη -ο γνωστός
που με κάνει να βογγώ όλη νύχτα και να βρίζω.

σκέφτηκα ότι λίγο λίγο οι φυγές μου
επιστροφές θα γίνονται
ώσπου κάποια στιγμή όλος ο κόσμος θα 'ναι σπίτι μου.
αρκεί να φεύγω, συλλογίστηκα
για να μπορώ και να γυρίζω. αρκεί να φεύγω...

τ' άλλο πρωί αφού τα σκέφτηκα
βγήκα πάλι στον ήλιο
κι όλα τα μάτια τα πενταφώτιστα
που με φιλούν στο στόμα με ρωτήσανε
μέσα από την καρδιά τους -τί θές;
κι εγώ δεν είχα ιδέα..



Tuesday, August 09, 2011

είμαι πρεζάκιας



από το βράδυ ως το πρωί 
με πρέζα στέκω στην ζωή 
κι όλο τον κόσμο κατακτώ
την άσπρη σκόνη σαν ρουφώ

όλος ο κόσμος είναι θύμα μου
σαν έχω πρέζα και ρουφάω 
κι οι πολιτσμάνοι όταν θα με δουν 
μελάνι αμολάω 

σαν μαστουρωθείς
γίνεσαι ευθύς 
βάσιλιας, δικτάτορας, θεός 
και κοσμοκράτορας
πρέζα όταν πιείς 
βρε θα ευθρανθείς 
κι όλα πια στον κόσμο 
ρόδινα θε να τα δεις 

δική μου είναι η ελλάς 
και στην κατάντια της γελάς 
της λείπει το να της ποδάρι 
ρε και το παίξανε στο ζάρι 

εγώ θα είμαι ρε δικτάτορας 
κι ο κόσμος στάχτη αν θα γίνει
ο ένας θα μ ανάβει τον λουλά 
κι ο άλλος θα τον σβήνει 


Wednesday, July 20, 2011

η εξέλιξή του.




ήταν αέρας κοπανιστός. φάντασμα
είχε ξεχάσει και τ όνομά του. δεν ήταν πλέον κανείς...
το πρόσωπό του ήταν χωρίς μορφή 
κι είχε την υφή της άμμου. 
χωρίς ταυτότητα 
δεν θα ένιωθε μόνος ξανά ποτέ.

σήκωσε την άδεια από μοναξιά καρδιά του
με προσμονή κι ενθουσιασμό πεντάχρονου
που ανακάλυψε πώς να σκάει την μπάλα 
στο πλακόστρωτο κι εκείνη να γυρίζει πίσω.  
η καρδιά του φάνηκε τότε να είναι βαρύτερη 
από πριν. 

μία πικρή μετάνοια πλημμύρισε 
την σκέψη του καθώς έβλεπε την 
πρωτοβουλία κι ανακάλυψή του αυτή 
ν αποτινάσει την μοναξιά 
και να τον καθιστά ευθύς αμέσως 
κατά ένα αίσθημα πτωχότερο. "ο πλούτος" 
συλλογίστηκε κείνη την στιγμή 
"μοιάζει με τον πολιτισμό 
και πόνο μόνο φέρνει. ας είναι."   

Sunday, July 10, 2011

First Lyrics First Vol.44


δύο κόσμους έχει η ψυχή μου


                                         δύση και ανατολή 

σταμάτησα ν αποφασίζω και να πασχίζω
για τα εισιτήρια 
δεν μου ζητείται μία για να πληρώσω
με βάζουνε στην ζούλα οι φίλοι μου 
που θέλουνε συντροφιά και να μοιραστούν
το γέλιο τους το άφθονο, την συγκομιδή και
τις καβάτζες τους


μα η αγάπη μου στέκει στην μέση 


                 σαν μητέρα θεά με τα δυο της παιδιά 

πεταλούδες και μικρά πουλάκια 
φωλιάζουνε στο σπίτι μας 
να προφυλαχτούν απ τον αέρα λέει το μικρό 
μα μπορεί και να ξεμένουνε 
πίσω απ τις κλειδωμένες πόρτες μας 
την νύχτα

μες τα καστανά της τα μάτια 


                                   μία θάλασσα ανοιχτή 

κάποιος χθες το βράδυ έγινε πολύ χαρούμενος
γιατί του πεσε ο κλήρος 
την ώρα που εδώ ήμαστε χαρούμενοι πολλοί
μερικοί σίγουρα 
έως κι ευτυχισμένοι. 

θέλω μες τα δυο της μάτια να κοιτάζω 


                             μες τα μάτια της 

κι όσο θυμάμαι να ξυπνώ απ τις 
μυρωδιές και την ζέστη σκεπτόμενη ότι δεν 
είναι καιροί για πανηγύρι θυμήθηκα, 
πώς τα πιο ηχηρά μας γλέντια των ανθρώπων
μέσα σε πόνο αβάσταχτο γεννιούνται 
και στην απελπισία... μου φάνηκε τότε 
ότι το πιο άδικο πράγμα στον κόσμο 
είναι ένας μάγκας να χορεύει μόνος του


Template by:
Free Blog Templates