να ρθεις να μου την πάρεις
μόνο που εσύ δεν πρόλαβες να βαρεθείς κι ούτε
κανένας μας να βαρεθεί εσένα, ήτανε δυνατόν.
πήγαινες και κοιμόσουνα στις οικοδομές
με μια κουβέρτα μιας και το σπίτι που μεγάλωσες
φανερά και ξάστερα δεν ήτανε ποτέ δικό σου
και η πόρτα εκείνη πάντοτε θα περίμενε να την
κλείνεις πίσω σου φεύγοντας.
να ξεχαστεί σαν των βουνών
το περσινό το χιόνι
μόνο που εσύ δεν ξεχνιέσαι από κανέναν. πλασμένος
από την ουσία που δεν σβήνει ποτέ, ψηλά κι αν ανέβηκες
για να μας γλιτώσεις να σε ταίζουμε, να χουμε
κι ένα ζευγάρι χέρια λιγότερο να ζεστάνουμε.
για μας το έκανες.
μας έβλεπες μέσα στο ζόρι κι απελπισία σ έπιανε
που δεν μπορούσες να τ αλλάξεις. όχι εμάς,
τα ζόρια μας, γιατί πού να το φανταζόσουνα μικρό παιδί
πως είμαστε όλοι με τα ζόρια μας το ίδιο
και το αυτό.
μια νύχτα θα ρθει από μακριά, βρε αμάν αμάν
αγέρας πεχλιβάνης
μόνο που εσύ δεν θα ξανάρθεις. έχεις πάει
με τα πουλιά και υφαίνεις μετάξια και κόβεις
καρπούς και σκαλίζεις όργανα ώστε
μόλις τα ζόρια μας αφήσουμε επιτέλους
και το πάρουμε απόφαση -όπως την αγάπη σκέψου-
να βρεθούμε και ν αρχίσουμε, ένας κι όλοι μαζί
να μετράμε χαρές
στους αιώνας των αιώνων.
No comments:
Post a Comment