δάκρυσα πρώτα από απόγνωση κι ύστερα από σοβαρότητα.
κι είδα την ρυτίδα στο μέτωπό μου τρία χιλιοστά
πιο βαθιά σε δυο λεπτά να γίνεται.
και πώς και ποιόν να ευχαριστήσω για αυτό το
οικοδόμημα από στροφές και σημεία του χρόνου;
στην όψη του όλα μου
τα μέλη περιστρέφονται σαν να χορεύουν τάνγκο.
δεν είναι πως κι εγώ δεν είμαι έρμαιο των ανέμων
φυσικά
και ο δυτικός ότι δεν με παγώνει για μέρες και δεν μπορώ
να φάω, φυσικά.
κι ότι δεν έχω το ένα πλευρό μου άρρωστο από
τότε που που χάθηκαν τα ιστία μου, φυσικά.
ήθελες ν αλαφραίνεις το κλίμα πάντοτε
κι εχθροί και φίδια και φίλοι, ρόδα και βελούδα
γίναμε όλοι μαλλιά κουβάρια γιατί στην εποχή
μας λέει η άκρη του νήματος δεν υπάρχει ή
κι αν υπήρχε σε κανενός την θνητή μοίρα, την κοινή,
δεν περισσεύει χρόνος και δύναμη να ψάξει να την βρει.
κι όλες τις αποδείξεις τις βαφτίσαμε "άποψη"
να ξεμπερδεύουμε στα γρήγορα, να καταπιούμε
μια μπουκιά φαΐ, να βγει η δεκαετία.
αυτό είδα και μ έκοψε στα δύο. με χτύπησε
στο κεφάλι... βάρυνε τόσο την ψυχή μου που
οι δρόμοι έγιναν ποτάμι ορμητικό και χωρίς καμία
αντίσταση, κάθε σπιθαμή αληθινού μου εαυτού
ευχόταν να με ρίξουνε στην θάλασσα, να μην
βλέπω πια μολυσμένες ακτές και εγκαταλελειμμένα
ποιήματα, τραγούδια και μουσικούς και γιατί τί άλλο
από σένα που σαι διάφανος και σχεδόν αόρατος,
έχω πια να βλέπω; εμένα τα χέρια μου είναι μες
τις λάσπες και τα πόδια μου μες τα αίματα.
"πανδαισία χρωμάτων", με κοίταξες ειρωνικά μα και
με λίγο λύπηση. για ποιόν απ όλους μας δεν ξέρω...
No comments:
Post a Comment