με λεν μαριάνθη κι είμαι από τρελή γενιά
μ αρέσει να ξαπλώνω και να εξαπλώνομαι
ν αφήνω θυσίες τα γλέντια μου στην αντηλιά
και το βράδυ να σβήνω μόνο με φιλιά. να σε κάνω
να ζητάς χωρίς να θες ούτε να ξέρεις το γιατί
κι ύστερα να ψάχνεις κομμάτια σου άγνωστα ως
το τότε, μέσα από υπεκφυγές.
μισώ του κόσμου την βία κι απονιά
των σωμάτων τα πιστεύω γίνονται ο υπέρτατος θεός
τα καλοκαίρια. ούτε το πνεύμα και τώρα πια ούτε η ψυχή
μόνο το σώμα άμα προδόσεις, τόσο θα σε
εκδικηθεί. όχι τρελαίνοντάς σε, ούτε μαυρίζοντας
τον ύπνο σου, μα πιο πολύ, εφαρμόζοντας επάνω σου
την δύναμή του, την απόλυτη εξουσία του
που σε καθοδηγεί τον υπνοβάτη ως τα περβάζια
και ως των μπαλκονιών τις άκρες. κι ύστερα
σου χαρίζει την φθορά που τόσο δύσκολο να δεις
τα δώρα της σου φαίνεται και μοναχά γκρινιάζεις μες
τα δάκρυα και ρωτάς δώθε και κείθε για
τις διαφορές που όνειρο από όνειρο προστάζουν.
δεν δούλεψα σε οίκους ανοχής
γιατί δεν σ αφήνω πια να δοκιμάζεις τις δικές
μου αντοχές. η φυγή και η λύτρωση έρχονταν
πάνω στην στιγμή την πιο κατάλληλη κι έτσι δεν
μέτρησα ποτέ πάνω απ το δύο.
τα ζάρια μου τα έπαιξα...
...και κέντησα τον πόνο με πενιές
κι ακόμα όταν τις ακούω η ψυχή σπαράζει
κι η καρδιά στάζει μέλι γλυκό, απόσταγμα
από κάποιας ξένης στο γνωστικό μου μνήμης
και της κοιλιάς τους πανικούς. και απ τα γέλια
τα μωρά, τα παιχνίδια, τ ατυχήματα και το τρεχαλητό.
και δεν πιστεύω ότι η γη είναι στρογγυλή
παρά ότι έχει σχήμα καρδιάς, είμαι πλέον
πεπεισμένη.