η άγνοιά σου δεν έπαιρνε του αγγέλου της νερό
στο χρεώναν ακριβά και δεν μασούσες
κι ήταν την πρώτη φορά που σε αφήσανε ελεύθερο
που το μυαλό σου πόνεσε κι από τον πανικό του
αποφάσισε να φτιάχνει κάγκελα
η παράνοιά σου δεν δίνει έλεος
δεν βρίσκει τέρμα μα την αρχή της πια δεν την θυμάσαι
κι ήταν την πρώτη φορά που σε βάλανε στο κλουβί
που η ψυχή σου αποφάσισε να πέσει σε ύπνο βαθύ
για να μην βλέπει τα κάγκελα
σε συναντώ ένα βροχερό ξημέρωμα
που έχει ξεπλύνει όλα τα χρώματα κι ήταν τότε
που έγινα ένα με την υποψία της μνήμης σου και χώθηκα
στης ψυχής σου τα όνειρα κι άρχισα να σου τραγουδώ
και να καλώ κι άλλες βροχές
κι ήταν τότε που άρχισα να έχω υπομονή
και που το να καβαλάμε το διάολο μας έγινε παιχνίδι
και κρυφή συμφωνία ο ένας με του άλλου την μνήμη δώσαμε
να ξυπνάμε από δω και μπρος μόνο σε όνειρα
που η ψυχή έχει διαλέξει