γνωστοί άγνωστοι ξυπνάμε μαζί μα όχι παρέα. τα πρωινά συνήθως
μας βρίσκουν ανέτοιμους, αλλά χαλαρούς. τείνουμε να περνάμε καλά
από μας για μας. τείνουμε να περνάμε άσχημα με τον ίδιο τρόπο.
γύρω μας τίποτα δεν δείχνει σημείο ζωής.
πάνω στο χορό του πρωινού μας ήλιου αρπάζει την καρδιά μας
μια αποκαλυπτική αγωνία. μήπως/ίσως/σίγουρα δεν είμαστε πια παιδιά.
οι απαντήσεις μας έχουν σηκώσει τοίχους εκεί που οι ερωτήσεις μας
χάραζαν μονοπάτια κι έσπαγαν φράχτες.
θα αποδεσμεύσουμε ποτέ την ψυχή μας ώστε να μεγαλώσει κι αυτή
θα γίνουμε αγάπη τελικά ή θα μείνουμε απλώς θόρυβος.
κατα τ άλλα είμαστε αποφασισμένοι, καθ όλα συνηθισμένοι στον δικό μας
μικρό κόσμο, όπου έχουμε μόνοι μας ερμηνεύσει τις πιθανότητες
και νοθεύσει τους χάρτες.
πάνω στην σπίθα της συνείδησης η αγωνία αρπάζει και καίγεται
σαν ενθουσιασμός. φουσκώνει το στήθος κι ανασαίνουμε πολύ βαθειά
μέχρι την άκρη της αλήθειας που θα θέλαμε να φτιάξουμε. σ' αυτό το ταξίδι
βαλίτσα δεν χρειαζόμαστε κι έχουμε τα ναύλα μας ήδη πληρωμένα
απ' τ' όνειρο.
εις το επανιδείν σου λέω χωρίς να γνωρίζω προορισμό
μα πιστεύω πια, το κάθε τι.